- μονομεροῦς
- μονομερήςconsisting of one partmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… … Dictionary of Greek
αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… … Dictionary of Greek
καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… … Dictionary of Greek
μονομέρεια — η (ΑΜ μονομέρεια και μονομερία [μονομερής] μονόπλευρη ή μεροληπτική ενέργεια ή κρίση, μεροληπτικότητα, μεροληψία νεοελλ. η ιδιότητα τού μονομερούς αρχ. φρ. «κατὰ μονομερίαν» μονομερώς, αδίκως … Dictionary of Greek
μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… … Dictionary of Greek
νάιλον — Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH CO . To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς,… … Dictionary of Greek
ολιγομερής — ές 1. αυτός που αποτελείται από λίγα μέρη 2. το ουδ. ως ουσ. το ολιγομερές πολυμερής χημική ένωση το μόριο τής οποίας αποτελείται από μικρό αριθμό μονάδων μονομερούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μερής (< μέρος*)] … Dictionary of Greek
ομοπολυμερής — ές το ουδ. ως ουσ. το ομοπολυμερές πολυμερές τού οποίου τα μακρομόρια προκύπτουν από την επανάληψη τής ίδιας μονομερούς ομάδας … Dictionary of Greek
προπολυμερές — το, Ν χημ. το προϊόν τού πρώτου σταδίου πολυμερισμού ενός μονομερούς … Dictionary of Greek
στερεοεκλεκτικός — ή, ό, Ν (χημ. τεχνολ.) (για αντίδραση πολυμερισμού) αυτός κατά τον οποίο πολυμερίζεται ένας από τους δύο οπτικούς αντίποδες ενός μονομερούς που εισάγεται με την μορφή ρακεμικού μίγματος … Dictionary of Greek